Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεταξὺ Ἑλληνικῶν ὀνομάτων

См. также в других словарях:

  • Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»